ὁρκωμόσιον

ὁρκωμόσιον
ὁρκωμόσια
asseverations on oath
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορκωμόσιον — ὁρκωμόσιον, τὸ (Α) βλ. ορκωμόσια …   Dictionary of Greek

  • ορκωμόσια — ὁρκωμόσια, τὰ (Α) [ορκωμότης] 1. ένορκη κύρωση υπόσχεσης που δόθηκε 2. θυσίες ή τελετές οι οποίες συνόδευαν τη σύναψη συνθήκης ή συμμαχίας, τα όρκια* 3. (στον εν.) τὸ ὁρκωμόσιον τόπος όπου πραγματοποιήθηκε σύναψη συνθήκης η οποία κυρώθηκε με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”